- πειρατεύοντες
- πειρᾱτεύοντες , πειρατεύωto be a piratepres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαφυροπώλιον — και λαφυροπωλεῑον, τὸ (Α) [λαφυροπώλης] 1. τόπος όπου πουλούσαν τα λάφυρα («αὐτοὶ πειρατεύοντες ἢ τοῑς πειραταῑς λαφυροπώλια καὶ ναύσταθμα παρέχοντες», Στράβ.) 2. (ο τ. λαφυροπώλιον) πώληση λαφύρων … Dictionary of Greek
περιτεύοντες — οἱ, Α (κατά τον Ησύχ.) «συλῶντες». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε πειρατεύοντες] … Dictionary of Greek